1062
ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Bαρηκοΐα


Η βαρηκοΐα, δηλαδή η μόνιμη σταδιακή ή αιφνίδια μείωση ή και απώλεια της ακοής, είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο και την ιατρική επιστήμη. Με βάση τα δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO: Deafness and hearing loss: www.who.int/news-room/ fact-sheets/ detail/ deafness-and-hearing-losslast accessed on 27 March 2019) 466 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως εμφανίζουν βαρηκοΐα. Τα 34 εκ. από αυτούς δυστυχώς αποτελούν παιδιά και το ακόμα χειρότερο είναι ότι σε πάνω από τα μισά από αυτά (60%) η απώλεια ακοής θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί.

Το μέλλον προμηνύεται χειρότερο, καθώς υπολογίζεται ότι το 2050 πάνω από 900 εκ άνθρωποι, δηλαδή περίπου το 1/10 του πληθυσμού του πλανήτη, θα εμφανίζουν βαρηκοΐα. Δυστυχώς ακόμα και σήμερα στις αναπτυγμένες περιοχές του πλανήτη αποτελεί μια συχνά υποτιμημένη και παραμελημένη κατάσταση στον γηριατρικό πληθυσμό λόγω αργής αναπτυξιακής διαδικασίας της νόσου, με μόνο το 20% των ατόμων να ζητούν βοήθεια, ενώ μόνο το 11% αυτών θα χρησιμοποιήσει ακουστικό βοήθημα, με τη μέση ηλικία για τους χρήστες βοηθημάτων να είναι τα 75 έτη (Kochkin2009).

Ειδικότερα στις ΗΠΑ η βαρηκοΐα αποτελεί την 3η πιο διαδεδομένη χρόνια πάθηση σε ηλικιωμένους Αμερικανούς (μετά την υπέρταση και την αρθρίτιδα). Ο επιπολασμός της νόσου αυξάνεται σημαντικά με την ηλικία, καθώς εμφανίζεται σε ποσοστό 40% – 66% σε άτομα άνω των 75 ετών και πάνω από 80% σε άτομα άνω των 85 ετών.

Αλλά και οικονομικά αποτελεί πολύ μεγάλο πρόβλημα καθώς στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι η ανεπιθύμητη απώλεια ακοής παρουσιάζει ένα ετήσιο συνολικό κόστος άνω 750 δισ. Δολαρίων. (Yueh2003)

Οι κύριες αιτίες εξασθένισης της ακοής είναι α) οι κληρονομικές διαταραχές, β) τα μεταβολικά νοσήματα, γ) τα ωτοτοξικά φάρμακα, δ) τα τραύματα, ε) ο υπερβολικός θόρυβος, στ) τα νεοπλάσματα και οι λοιμώξεις, ζ) οι αγγειακές βλάβες και η) η εκφυλιστική ασθένεια ή πρεσβυακουσία.

Οι επιπτώσεις της βαρηκοΐας είναι εξαιρετικά σημαντικές, όχι μόνο για το άτομο, αλλά και το κοινωνικό σύνολο. Όταν εμφανιστεί και δεν αντιμετωπιστεί στην παιδική ηλικία είναι ιδιαιτέρως επιζήμια. Ο απαράδεκτος όρος “κωφάλαλος” χαρακτήριζε κατά το παρελθόν το άνθρωπο που δεν άκουγε και δε μιλούσε. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν παρά παιδιά που δεν άκουγαν καλά και εξαιτίας αυτού δε μπόρεσαν να αναπτύξουν καθαρά το λόγο.

Διότι η ορθή και πλήρης ανάπτυξη του λόγου, που αποτελεί εξελικτικό πλεονέκτημα του ανθρώπινου είδους, απαιτεί τουλάχιστον ικανοποιητική ακοή. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 γνωρίζουμε ότι ένα κωφό παιδί πέντε ετών κατέχει περίπου 25 λέξεις, ενώ ένα παιδί που ακούει ικανοποιητικά στην ίδια ηλικία γνωρίζει από 2.000 έως 10.000 λέξεις. Η ακοή και ο λόγος αποτελούν κεντρική παράμετρο στις περισσότερες εκφάνσεις της ζωής και παίζουν σημαντικό ρόλο στον αυτοπροσδιορισμό και στην κοινωνικοποίηση του παιδιού κι αργότερα του ενήλικα.

Γι αυτό και η μη έγκαιρη εκτίμηση της βαρηκοΐας στα παιδιά και κυρίως η μη έγκαιρη αποκατάστασή της με κάποιο μέσο μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικό στιγματισμό του παιδιού και περιθωριοποίηση. Αλλά και η σοβαρή βαρηκοΐα στην ενήλικο ζωή συνοδεύεται από πλήθος προβλημάτων. Η αντίδραση στους έντονους ήχους και η σχιζακουσία, δηλαδή η καλύτερη αντίληψη λέξεων παρά προτάσεων προκαλεί αδυναμία στην κατανόηση του προφορικού λόγου.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα βαρήκοα άτομα να οδηγούνται σε κοινωνική απομόνωση. Εάν με τη βαρηκοϊα συνυπάρχουν και εμβοές, τις περισσότερες φορές εμφανίζονται και ψυχολογικές διαταραχές, ενώ εδώ και πάνω από μια δεκαετία έχει συσχετισθεί η βαρηκοϊα στη μεγάλη ηλικία με την εμφάνιση κατάθλιψης και άνοιας. Επιπλέον η απώλεια της ακοής έχει συσχετισθεί και με αυξημένο κίνδυνο ατυχήματος, τόσο σε εξωτερικούς χώρους, όσο και εντός της οικίας του βαρήκοου.

Η πρόληψη της νόσου είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης. Προσέχουμε την ακοή μας “σαν τα μάτια μας” και φροντίζουμε να μην την εκθέτουμε σε έντονο θόρυβο και εάν το επάγγελμά μας είναι σε χώρο με θόρυβο, προφυλάσσουμε τα αυτιά μας. Ήδη, όλες οι ηλεκτρονικές συσκευές με ακουστικά, μας προειδοποιούν όταν πάμε να ξεπεράσουμε ένα συγκεκριμένο όριο έντασης του ήχου.

Από τη μεριά της η ιατρική επιστήμη εδώ και πολλά χρόνια παρέχει τη δυνατότητα της έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης της νόσου. Ο ακοολογικός έλεγχος είτε με τονικό ακοόγραμμα σε άτομα που μπορούν να συνεργασθούν, είτε με ωτακουστικές εκπομπές και προκλητά δυναμικά σε μικρά παιδιά και ηλικιωμένους που δε μπορούν να συνεργασθούν, καθώς και μια σειρά άλλες εξετάσεις μας δίνουν ξεκάθαρη εικόνα της ακοής. Η δε αντιμετώπιση, πέρα από τα απλά ακουστικά βοηθήματα σε ασθενείς με μειωμένη ακοή, μπορούμε στις περισσότερες περιπτώσεις να αποκαταστήσουμε ακόμα και την πλήρη κώφωση με τη χειρουργική τοποθέτηση κοχλιακών εμφυτευμάτων.

Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ποτέ όμως, ότι καμία “τεχνητή” συσκευή δε μπορεί να μας δώσει την ποιότητα και την απόλαυση της δικής μας ακοής.

Δρ. Νικόλαος Αγγουριδάκης,
ΩΡΛ, Χειρουργός Κεφαλής και Τραχήλου
Επιστημονικός Υπεύθυνος του ΩΡΛ Τμήματος της κλινικής Euromedica Κυανούς Σταυρός